- θεσμοσύνη
- θεσμοσύνη, [dialect] Dor. [suff] θέσμο-να, ἡ,A justice, AP7.593 (Agath.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεσμοσύνη — και δωρ. τ. θεσμοσύνα, ἡ (Α) [θεσμός] η δικαιοσύνη … Dictionary of Greek
θεσμοσύνας — θεσμοσύνᾱς , θεσμοσύνη justice fem acc pl θεσμοσύνᾱς , θεσμοσύνη justice fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek